- αμύρωτος
- η , ο [ος , ον ]1) некрещёный; неверующий; 2) иноверный, нехристианский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμύρωτος — η, ο [μυρώνω] 1. αυτός που δεν μυρώθηκε, δηλ. δεν χρίσθηκε με αγιασμένο μύρο, και επομένως ο μη χριστιανός, ο αβάπτιστος 2. αυτός που δεν αλείφθηκε με μύρα … Dictionary of Greek
αμύρωτος — η, ο αυτός που δε χρίστηκε με άγιο μύρο, αβάφτιστος: Περιμένοντας να γυρίσει ο πατέρας είχαν και το παιδί αμύρωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμυρος — (I) ἄμυρος, ον (Α) (για τόπους) υγρός, γεμάτος νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ επιτατ. + μύρω μύρομαι «ρέω, κυλώ, στάζω (για υγρά)»]. (II) ον (Α ἄμυρος) [μῡρον] 1. ο δίχως μυρωδιά, αμύριστος, άοσμος 2. ο δίχως μύρο, αμύρωτος, μη αρωματικός … Dictionary of Greek